Ἀτρείδας

Ἀτρείδας
Ἀτρεΐδᾱς , Ἀτρείδης
son of Atreus
masc acc pl
Ἀτρεΐδᾱς , Ἀτρείδης
son of Atreus
masc nom sg (epic doric aeolic)
Ἀτρείδᾱς , Ἀτρείδης
son of Atreus
masc acc pl
Ἀτρείδᾱς , Ἀτρείδης
son of Atreus
masc nom sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”